Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστέριον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστεροτροφεῖον
περιστεροτρόφος
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
περιστηλόομαι
περιστηρίζω
περίστια
περιστίαρχος
περιστιγής
περιστίζω
περίστικτος
View word page
περιστεφανόω
to enwreathe, encircle

ShortDef

to enwreathe, encircle

Debugging

Headword:
περιστεφανόω
Headword (normalized):
περιστεφανόω
Headword (normalized/stripped):
περιστεφανοω
IDX:
69269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69270
Key:

Data

{'content': 'to enwreathe, encircle'}