Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδροκάπραινα
ἀνδρόκλας
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβαλος
ἀνδροκοιτέω
ἀνδροκόρινθος
ἀνδροκτασία
ἀνδροκτασίη
ἀνδροκτονεῖον
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρόλαλος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληπτέω
ἀνδροληψία
ἀνδρολήψιον
ἀνδρολογέω
ἀνδρομανέω
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
View word page
ἀνδροκτονέω
to slay men

ShortDef

to slay men

Debugging

Headword:
ἀνδροκτονέω
Headword (normalized):
ἀνδροκτονέω
Headword (normalized/stripped):
ανδροκτονεω
IDX:
6926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6927
Key:

Data

{'content': 'to slay men'}