Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστέριον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστεροτροφεῖον
περιστεροτρόφος
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
περιστηλόομαι
περιστηρίζω
περίστια
περιστίαρχος
περιστιγής
View word page
περιστεροτρόφος
pigeon-keeper

ShortDef

pigeon-keeper

Debugging

Headword:
περιστεροτρόφος
Headword (normalized):
περιστεροτρόφος
Headword (normalized/stripped):
περιστεροτροφος
IDX:
69267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69268
Key:

Data

{'content': 'pigeon-keeper'}