Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστέριον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστεροτροφεῖον
περιστεροτρόφος
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
View word page
περιστεροειδής
of the pigeon kind

ShortDef

of the pigeon kind

Debugging

Headword:
περιστεροειδής
Headword (normalized):
περιστεροειδής
Headword (normalized/stripped):
περιστεροειδης
IDX:
69262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69263
Key:

Data

{'content': 'of the pigeon kind'}