Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστέριον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστεροτροφεῖον
περιστεροτρόφος
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
View word page
περιστερνίζω
put round the breast

ShortDef

put round the breast

Debugging

Headword:
περιστερνίζω
Headword (normalized):
περιστερνίζω
Headword (normalized/stripped):
περιστερνιζω
IDX:
69260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69261
Key:

Data

{'content': 'put round the breast'}