Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστέριον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστεροτροφεῖον
περιστεροτρόφος
περιστεφανίς
View word page
περιστεριδεύς
young pigeon

ShortDef

young pigeon

Debugging

Headword:
περιστεριδεύς
Headword (normalized):
περιστεριδεύς
Headword (normalized/stripped):
περιστεριδευς
IDX:
69258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69259
Key:

Data

{'content': 'young pigeon'}