Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστέριον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστεροτροφεῖον
περιστεροτρόφος
View word page
περιστερεών
a dovecote

ShortDef

a dovecote

Debugging

Headword:
περιστερεών
Headword (normalized):
περιστερεών
Headword (normalized/stripped):
περιστερεων
IDX:
69257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69258
Key:

Data

{'content': 'a dovecote'}