Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστέριον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστεροτροφεῖον
View word page
περιστερά
the common pigeon

ShortDef

the common pigeon

Debugging

Headword:
περιστερά
Headword (normalized):
περιστερά
Headword (normalized/stripped):
περιστερα
IDX:
69256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69257
Key:

Data

{'content': 'the common pigeon'}