Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστέριον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
View word page
περίστεπτος
crowned, wreathed

ShortDef

crowned, wreathed

Debugging

Headword:
περίστεπτος
Headword (normalized):
περίστεπτος
Headword (normalized/stripped):
περιστεπτος
IDX:
69255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69256
Key:

Data

{'content': 'crowned, wreathed'}