Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστέριον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
View word page
περιστένω2
moan about
ShortDef
to make narrow, compress
moan about
Debugging
Headword:
περιστένω2
Headword (normalized):
περιστένω
Headword (normalized/stripped):
περιστενω2
IDX:
69254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69255
Key:
Data
{'content': 'moan about'}