Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστέριον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
View word page
περιστένω
to make narrow, compress

ShortDef

to make narrow, compress
moan about

Debugging

Headword:
περιστένω
Headword (normalized):
περιστένω
Headword (normalized/stripped):
περιστενω
IDX:
69253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69254
Key:

Data

{'content': 'to make narrow, compress'}