Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστέριον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
View word page
περιστενοχωρέομαι
to be confined within a narrow compass
ShortDef
to be confined within a narrow compass
Debugging
Headword:
περιστενοχωρέομαι
Headword (normalized):
περιστενοχωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιστενοχωρεομαι
IDX:
69252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69253
Key:
Data
{'content': 'to be confined within a narrow compass'}