Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστέριον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
View word page
περιστεναχίζομαι
to echo all round

ShortDef

to echo all round

Debugging

Headword:
περιστεναχίζομαι
Headword (normalized):
περιστεναχίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιστεναχιζομαι
IDX:
69251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69252
Key:

Data

{'content': 'to echo all round'}