Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστέριον
View word page
περιστενάζω
lament round
ShortDef
lament round
Debugging
Headword:
περιστενάζω
Headword (normalized):
περιστενάζω
Headword (normalized/stripped):
περιστεναζω
IDX:
69249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69250
Key:
Data
{'content': 'lament round'}