Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
View word page
περιστέλλω
to dress, clothe, wrap up

ShortDef

to dress, clothe, wrap up

Debugging

Headword:
περιστέλλω
Headword (normalized):
περιστέλλω
Headword (normalized/stripped):
περιστελλω
IDX:
69248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69249
Key:

Data

{'content': 'to dress, clothe, wrap up'}