Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
View word page
περιστέγω
retain

ShortDef

retain

Debugging

Headword:
περιστέγω
Headword (normalized):
περιστέγω
Headword (normalized/stripped):
περιστεγω
IDX:
69246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69247
Key:

Data

{'content': 'retain'}