Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
περίστεπτος
View word page
περιστεγνόω
solder
ShortDef
solder
Debugging
Headword:
περιστεγνόω
Headword (normalized):
περιστεγνόω
Headword (normalized/stripped):
περιστεγνοω
IDX:
69245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69246
Key:
Data
{'content': 'solder'}