Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
περιστένω2
View word page
περιστεγανός
covered all round, well covered
ShortDef
covered all round, well covered
Debugging
Headword:
περιστεγανός
Headword (normalized):
περιστεγανός
Headword (normalized/stripped):
περιστεγανος
IDX:
69244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69245
Key:
Data
{'content': 'covered all round, well covered'}