Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
περιστένω
View word page
περισταχυώδης
with an ear

ShortDef

with an ear

Debugging

Headword:
περισταχυώδης
Headword (normalized):
περισταχυώδης
Headword (normalized/stripped):
περισταχυωδης
IDX:
69243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69244
Key:

Data

{'content': 'with an ear'}