Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενοχωρέομαι
View word page
περισταύρωμα
entrenchment

ShortDef

entrenchment

Debugging

Headword:
περισταύρωμα
Headword (normalized):
περισταύρωμα
Headword (normalized/stripped):
περισταυρωμα
IDX:
69242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69243
Key:

Data

{'content': 'entrenchment'}