Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
View word page
περισταυρόω
to fence about with a palisade, to entrench
ShortDef
to fence about with a palisade, to entrench
Debugging
Headword:
περισταυρόω
Headword (normalized):
περισταυρόω
Headword (normalized/stripped):
περισταυροω
IDX:
69241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69242
Key:
Data
{'content': 'to fence about with a palisade, to entrench'}