Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστενάζω
View word page
περιστατικός
of or in critical circumstances
ShortDef
of or in critical circumstances
Debugging
Headword:
περιστατικός
Headword (normalized):
περιστατικός
Headword (normalized/stripped):
περιστατικος
IDX:
69239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69240
Key:
Data
{'content': 'of or in critical circumstances'}