Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισσοχορηγία
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
περιστέλλω
View word page
περιστατέον
one must avoid

ShortDef

one must avoid

Debugging

Headword:
περιστατέον
Headword (normalized):
περιστατέον
Headword (normalized/stripped):
περιστατεον
IDX:
69238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69239
Key:

Data

{'content': 'one must avoid'}