Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισσόφρων
περισσοχορηγία
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείχω
View word page
περίστασις
a standing round, a crowd standing round

ShortDef

a standing round, a crowd standing round

Debugging

Headword:
περίστασις
Headword (normalized):
περίστασις
Headword (normalized/stripped):
περιστασις
IDX:
69237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69238
Key:

Data

{'content': 'a standing round, a crowd standing round'}