Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισσοτρύφητος
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
View word page
περιστάσιμος
filled with people standing round, crowded with hearers

ShortDef

filled with people standing round, crowded with hearers

Debugging

Headword:
περιστάσιμος
Headword (normalized):
περιστάσιμος
Headword (normalized/stripped):
περιστασιμος
IDX:
69236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69237
Key:

Data

{'content': 'filled with people standing round, crowded with hearers'}