Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
View word page
περισταλτικός
clasping and compressing

ShortDef

clasping and compressing

Debugging

Headword:
περισταλτικός
Headword (normalized):
περισταλτικός
Headword (normalized/stripped):
περισταλτικος
IDX:
69235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69236
Key:

Data

{'content': 'clasping and compressing'}