Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
View word page
περιστάζω
sprinkle all round

ShortDef

sprinkle all round

Debugging

Headword:
περιστάζω
Headword (normalized):
περιστάζω
Headword (normalized/stripped):
περισταζω
IDX:
69234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69235
Key:

Data

{'content': 'sprinkle all round'}