Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
View word page
περισσωνυμέω
to be odd

ShortDef

to be odd

Debugging

Headword:
περισσωνυμέω
Headword (normalized):
περισσωνυμέω
Headword (normalized/stripped):
περισσωνυμεω
IDX:
69231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69232
Key:

Data

{'content': 'to be odd'}