Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
περίστατος
View word page
περισσωματικός
of the nature of περιττώματα, excretive
ShortDef
of the nature of περιττώματα, excretive
Debugging
Headword:
περισσωματικός
Headword (normalized):
περισσωματικός
Headword (normalized/stripped):
περισσωματικος
IDX:
69230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69231
Key:
Data
{'content': 'of the nature of περιττώματα, excretive'}