Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατικός
View word page
περίσσωμα
that which is over and above

ShortDef

that which is over and above

Debugging

Headword:
περίσσωμα
Headword (normalized):
περίσσωμα
Headword (normalized/stripped):
περισσωμα
IDX:
69229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69230
Key:

Data

{'content': 'that which is over and above'}