Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
View word page
περισσοχορηγία
extra largess

ShortDef

extra largess

Debugging

Headword:
περισσοχορηγία
Headword (normalized):
περισσοχορηγία
Headword (normalized/stripped):
περισσοχορηγια
IDX:
69228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69229
Key:

Data

{'content': 'extra largess'}