Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισσοποιός
περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
View word page
περισσόφρων
over-wise
ShortDef
over-wise
Debugging
Headword:
περισσόφρων
Headword (normalized):
περισσόφρων
Headword (normalized/stripped):
περισσοφρων
IDX:
69227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69228
Key:
Data
{'content': 'over-wise'}