Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισσοπαθέω
περισσοποιός
περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περισταλτικός
περιστάσιμος
View word page
περισσοτρύφητος
over-luxurious

ShortDef

over-luxurious

Debugging

Headword:
περισσοτρύφητος
Headword (normalized):
περισσοτρύφητος
Headword (normalized/stripped):
περισσοτρυφητος
IDX:
69226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69227
Key:

Data

{'content': 'over-luxurious'}