Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισσολόγος
περισσόλοφος
περισσομελής
περισσόμυθος
περισσόνοος
περισσοπαθέω
περισσοποιός
περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
View word page
περισσοσυλλαβέω
to have one syllable more than

ShortDef

to have one syllable more than

Debugging

Headword:
περισσοσυλλαβέω
Headword (normalized):
περισσοσυλλαβέω
Headword (normalized/stripped):
περισσοσυλλαβεω
IDX:
69221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69222
Key:

Data

{'content': 'to have one syllable more than'}