Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισσόκομος
περισσολογέω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσόλοφος
περισσομελής
περισσόμυθος
περισσόνοος
περισσοπαθέω
περισσοποιός
περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσόφρων
περισσοχορηγία
View word page
περισσόπους
with a foot too many

ShortDef

with a foot too many

Debugging

Headword:
περισσόπους
Headword (normalized):
περισσόπους
Headword (normalized/stripped):
περισσοπους
IDX:
69218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69219
Key:

Data

{'content': 'with a foot too many'}