Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισσοκαλλής
περισσόκομος
περισσολογέω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσόλοφος
περισσομελής
περισσόμυθος
περισσόνοος
περισσοπαθέω
περισσοποιός
περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσόφρων
View word page
περισσοποιός
making odd
ShortDef
making odd
Debugging
Headword:
περισσοποιός
Headword (normalized):
περισσοποιός
Headword (normalized/stripped):
περισσοποιος
IDX:
69217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69218
Key:
Data
{'content': 'making odd'}