Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισσοεπέω
περισσοκαλλής
περισσόκομος
περισσολογέω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσόλοφος
περισσομελής
περισσόμυθος
περισσόνοος
περισσοπαθέω
περισσοποιός
περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
View word page
περισσοπαθέω
suffer exceedingly

ShortDef

suffer exceedingly

Debugging

Headword:
περισσοπαθέω
Headword (normalized):
περισσοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
περισσοπαθεω
IDX:
69216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69217
Key:

Data

{'content': 'suffer exceedingly'}