Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίσσευμα
περισσεύω
περισσογονία
περισσοδάκτυλος
περισσοειδής
περισσοεπέω
περισσοκαλλής
περισσόκομος
περισσολογέω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσόλοφος
περισσομελής
περισσόμυθος
περισσόνοος
περισσοπαθέω
περισσοποιός
περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
View word page
περισσολόγος
talking too much, wordy

ShortDef

talking too much, wordy

Debugging

Headword:
περισσολόγος
Headword (normalized):
περισσολόγος
Headword (normalized/stripped):
περισσολογος
IDX:
69211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69212
Key:

Data

{'content': 'talking too much, wordy'}