Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισπουδάζω
περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
περισσάδελφος
περισσαίνω
περισσάκις
περισσάρτιος
περισσεία
περίσσευμα
περισσεύω
περισσογονία
περισσοδάκτυλος
περισσοειδής
περισσοεπέω
περισσοκαλλής
περισσόκομος
περισσολογέω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσόλοφος
View word page
περισσεύω
to be over and above

ShortDef

to be over and above

Debugging

Headword:
περισσεύω
Headword (normalized):
περισσεύω
Headword (normalized/stripped):
περισσευω
IDX:
69202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69203
Key:

Data

{'content': 'to be over and above'}