Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
περισσάδελφος
περισσαίνω
περισσάκις
περισσάρτιος
περισσεία
περίσσευμα
περισσεύω
περισσογονία
περισσοδάκτυλος
περισσοειδής
περισσοεπέω
περισσοκαλλής
περισσόκομος
περισσολογέω
περισσολογία
περισσολόγος
View word page
περίσσευμα
that which remains over, abundance

ShortDef

that which remains over, abundance

Debugging

Headword:
περίσσευμα
Headword (normalized):
περίσσευμα
Headword (normalized/stripped):
περισσευμα
IDX:
69201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69202
Key:

Data

{'content': 'that which remains over, abundance'}