Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
περισσάδελφος
περισσαίνω
περισσάκις
περισσάρτιος
περισσεία
περίσσευμα
περισσεύω
περισσογονία
περισσοδάκτυλος
περισσοειδής
περισσοεπέω
View word page
περισσάδελφος
having an extraordinary number of brothers

ShortDef

having an extraordinary number of brothers

Debugging

Headword:
περισσάδελφος
Headword (normalized):
περισσάδελφος
Headword (normalized/stripped):
περισσαδελφος
IDX:
69196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69197
Key:

Data

{'content': 'having an extraordinary number of brothers'}