Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
περισσάδελφος
περισσαίνω
περισσάκις
περισσάρτιος
περισσεία
περίσσευμα
περισσεύω
View word page
περισπουδάζω
to be very eager

ShortDef

to be very eager

Debugging

Headword:
περισπουδάζω
Headword (normalized):
περισπουδάζω
Headword (normalized/stripped):
περισπουδαζω
IDX:
69192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69193
Key:

Data

{'content': 'to be very eager'}