Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
περισσάδελφος
περισσαίνω
περισσάκις
περισσάρτιος
περισσεία
View word page
περισπογγισμός
sponging all over

ShortDef

sponging all over

Debugging

Headword:
περισπογγισμός
Headword (normalized):
περισπογγισμός
Headword (normalized/stripped):
περισπογγισμος
IDX:
69190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69191
Key:

Data

{'content': 'sponging all over'}