Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
περισσάδελφος
περισσαίνω
περισσάκις
περισσάρτιος
View word page
περισπογγίζω
to sponge all round

ShortDef

to sponge all round

Debugging

Headword:
περισπογγίζω
Headword (normalized):
περισπογγίζω
Headword (normalized/stripped):
περισπογγιζω
IDX:
69189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69190
Key:

Data

{'content': 'to sponge all round'}