Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
περισσάδελφος
περισσαίνω
περισσάκις
View word page
περίσπλαγχνος
great-hearted

ShortDef

great-hearted

Debugging

Headword:
περίσπλαγχνος
Headword (normalized):
περίσπλαγχνος
Headword (normalized/stripped):
περισπλαγχνος
IDX:
69188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69189
Key:

Data

{'content': 'great-hearted'}