Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
περισσάδελφος
περισσαίνω
View word page
περισπιλόω
subject to heat
ShortDef
subject to heat
Debugging
Headword:
περισπιλόω
Headword (normalized):
περισπιλόω
Headword (normalized/stripped):
περισπιλοω
IDX:
69187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69188
Key:
Data
{'content': 'subject to heat'}