Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
View word page
περισπέρχω
to be in great agitation

ShortDef

to be in great agitation

Debugging

Headword:
περισπέρχω
Headword (normalized):
περισπέρχω
Headword (normalized/stripped):
περισπερχω
IDX:
69185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69186
Key:

Data

{'content': 'to be in great agitation'}