Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
View word page
περισπερχέω
to be much angered

ShortDef

to be much angered

Debugging

Headword:
περισπερχέω
Headword (normalized):
περισπερχέω
Headword (normalized/stripped):
περισπερχεω
IDX:
69183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69184
Key:

Data

{'content': 'to be much angered'}