Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
View word page
περισπέρχεια
expedition, quickness

ShortDef

expedition, quickness

Debugging

Headword:
περισπέρχεια
Headword (normalized):
περισπέρχεια
Headword (normalized/stripped):
περισπερχεια
IDX:
69182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69183
Key:

Data

{'content': 'expedition, quickness'}