Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπειράω
περισπείρω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
View word page
περισπειράω
to wind round

ShortDef

to wind round

Debugging

Headword:
περισπειράω
Headword (normalized):
περισπειράω
Headword (normalized/stripped):
περισπειραω
IDX:
69180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69181
Key:

Data

{'content': 'to wind round'}